- ερευνητικότητα
- ηη ιδιότητα τού ερευνητικού, η τάση ή διάθεση για έρευνα και ειδ. για διευκρίνιση, σπουδή φαινομένων ή καταστάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπραγμονία — ἡ, Μ η ερευνητικότητα, η τάση για έρευνα και εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυπράγμων, ονος + κατάλ. ία (πρβλ. φιλο πραγμονία)] … Dictionary of Greek